πλινθόομαι

Revision as of 20:32, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

Med., A build as with bricks, χρυσῷ… ἐπλινθώσασθε μέλαθρον AP9.423 (Bianor).

Greek (Liddell-Scott)

πλινθόομαι: μέσ., οἰκοδομῶ ὡς διὰ πλίνθων, χρυσῷ... ἐπλινθώσασθε μέλαθρον Ἀνθ. Π. 9. 423.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
construire en briques.
Étymologie: πλίνθος.

Greek Monotonic

πλινθόομαι: Μέσ., οικοδομώ όπως με πλίνθους, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πλινθόομαι: строить из кирпичей (μέλαθρον Anth.).