ίδος, ἡ, a kind of A shoe. in pl., Poll.10.168.
ποδίς: -ίδος, ἡ, εἶδος πεδίλου, ἐν τῷ πληθ., Πολυδ. Ι΄, 168.
-ίδος, ἡ, Αείδος πέδιλου.[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. μηρ-ίς)].