πληρούντως
English (LSJ)
Adv. A completely, exactly, Nicom.Ar.1.18.
German (Pape)
[Seite 634] adv. part. praes. von πληρόω, ausfüllend, Nicom. arithm. 1, 18 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
πληρούντως: ἐπίρρ., ἐντελῶς, ἀκριβῶς, Θεολ. Ἀριθμ. σ. 94.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. εντελώς, καθ' ολοκληρίαν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πληρῶν, -οῦντος, μτχ. του πληρῶ + επιρρμ. κατάλ. -ως].