πολυθάλμιος

Revision as of 20:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A much-nourishing, Orph.H.68.1.

German (Pape)

[Seite 663] viel nährend, Orph. H. 67, 1. Vgl. ζωθάλμιος.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠθάλμιος: -ον, ὁ ζωογονῶν τὰ πάντα, Ὀρφ. Ὕμν. 67. 1· πρβλ. ζωθάλμιος, φυτάλμιος.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που τρέφει, που αναζωογονεί πολύ
2. αυτός που τρέφει, που αναζωογονεί πολλούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -θάλμιος (< θαλμός < θάλλω «ακμάζω»), πρβλ. βιο-θάλμιος, ζω-θάλμιος].