ποτέρωθεν

Revision as of 21:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

Adv., (πότερος) A from which of two quarters, Arist. Mete.361a25.

Greek (Liddell-Scott)

ποτέρωθεν: Ἐπίρρ., ἐκ τίνος τῶν δύο μερῶν; Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 19.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. από ποιον από τους δύο;
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτέρως + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. εκατέρω-θεν)].

Russian (Dvoretsky)

ποτέρωθεν: adv. с которой из обеих сторон Arst.