προοδηγός
English (LSJ)
ὁ, A one who goes before to show the way, τοῦ πολέμου LXX 2 Ma.12.36.
German (Pape)
[Seite 737] ὁ, der vorangehende Wegweiser, Orac. Sib.
Greek (Liddell-Scott)
προοδηγός: ὁ, ὁ προπορευόμενος καὶ ὁδηγῶν, Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. ΙΒ΄, 36), Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Π. σ. 198.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ ὁδηγός
αυτός που προχωρεί, που βαδίζει μπροστά για να δείχνει τον δρόμο.