πρόνεως

Revision as of 22:39, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

προνήϊος, A v. πρόναος.

Greek (Liddell-Scott)

πρόνεως: προνήιος, ἴδε πρόναος.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(αττ. τ.) βλ. πρόναος (II).

Greek Monotonic

πρόνεως: Αττ. και προνήϊος, Ιων. αντί πρόναος.