πτύσχλοι

Revision as of 22:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

and πτύχλοι, οἱ, A = ὑποδημάτιόν τι, Phot.; πτύοχλον (leg. πτύσχλον), = ὑπόδημα ἀνδρεῖον, Hsch.: cf. ἕπτυσχλοι (quod fort. legend.).

Greek (Liddell-Scott)

πτύσχλοι: ἢ πτύχλοι, οἱ, ἴδε ἐν λ. ἔπτυσχλοι.

Greek Monolingual

οἱ, Α
1. (κατά τον Ησύχ.) «ὑπόδημα ἀνδρεῑον»
2. (κατά τον Φώτ.) «ὑποδημάτιόν τι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει προέλθει από τη λ. ἕπτυσχλοι «ανδρικό υπόδημα που δενόταν με επτά ιμάντες» με σίγηση του αρκτικού ε-].