σαρκοτυπής

Revision as of 08:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ές, A smiting on the flesh, Orac. ap. Phleg.Fr.37 J.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που χτυπά τη σάρκα, το σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -τυπής (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. στερνο-τυπής].