σαλευτός

Revision as of 09:00, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ή, όν, A tottering, unsteady, AP5.174 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 859] bewegt, erschüttert, geschwenkt, schwankend, γυῖα σαλευτὰ ὑπ' ἀκρήτου φορεῖς, Mel. 60 (V, 175).

Greek (Liddell-Scott)

σᾰλευτός: -ή, -όν, ὁ ἄνω καὶ κάτω κινούμενος, σαλευόμενος, Ἀνθ. Π. 5. 175.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α σαλεύω
αυτός που κινείται πάνω κάτω, αυτός που σαλεύει.

Russian (Dvoretsky)

σᾰλευτός: [adj. verb. к σαλεύω качающийся, шатающийся (γυῖα Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σαλευτός -ή -όν [σαλεύω] wankelend.