σκαλεία

Revision as of 09:10, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A hoeing, Gp.2.24 tit.

German (Pape)

[Seite 888] ἡ, das Behacken, Geop.

Greek (Liddell-Scott)

σκᾰλεία: ἡ, (σκαλεύω) σκάλισμα διὰ σκαπάνης ἢ «τσάπας», σκάψιμον, Γεωπ. 2. 24.

Greek Monolingual

ἡ, Μ σκαλεύω
ελαφρά ανασκαφή του εδάφους με σκαπάνη.