ατος, τό, A dryness, hardness, induration, Gal.19.139 (prob. cj. for σκήλημα).
[Seite 900] τό, Trockenheit, Härte, Verhärtung, Medic., von σκέλλω.
σκλῆμα: τό, ξηρότης, σκλήρωμα, Γαλην.
-ήματος, τὸ, Αβλ. σκλήρωμα.