σταγονιαῖος

Revision as of 09:35, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

α, ον, A in drops or grains, PMag.Par.1.215.

Spanish

en granos

Greek Monolingual

-α, -ο / σταγονιαῑος, -αία, -ον, ΝΑ
αυτός που παρέχεται κατά σταγόνες, σταγόνα σταγόνα («σταγονιαίες δόσεις φαρμάκων»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταγών, -όνος + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. σταλαγμ-ιαῖος)].