σταλάγμιον

Revision as of 09:35, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

τό, Dim. of στάλαγμα: in pl., A ear-drops, ear-rings, Plaut.Men.542.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰλάγμιον: τό, ὑπόκορ. τοῦ σάλαγμα, ἐν τῷ πληθ., ἐνώτια, παρὰ Πλαύτ. Men. 3. 3, 18.

Greek Monolingual

τὸ, Α στάλαγμα
στον πληθ. τά σταλάγμια
σκουλαρίκια όμοια με μικρές σταγόνες.