συγκόρυφος
English (LSJ)
ον, A with the vertices joined, κῶνοι Arist.Pr.912b18.
German (Pape)
[Seite 969] mit den Spitzen verbunden, κῶνοι Arist. probl. 15, 10.
Greek (Liddell-Scott)
συγκόρῠφος: -ον, οὗ ἡ κορυφὴ ἑνοῦται μετ’ ἄλλης κορυφῆς, ὡς π. χ. αἱ κορυφαὶ δύο κώνων, Ἀριστ. Προβλ. 15. 11, 2.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός του οποίου η κορυφή συνδέεται με την κορυφή ενός άλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -κορυφος (< κορυφή)].
Russian (Dvoretsky)
συγκόρῠφος: соединенный вершиной (κῶνοι Arst.).