συγκατακεράννυμι

Revision as of 10:10, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A commingle, mix up with, Aesar. ap. Stob.1.49.27 (Pass.).

Greek (Liddell-Scott)

συγκατακεράννυμι: συναναμιγνύω, συγκεράννυμι, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σελ. 135 ἐν τέλει: ἐν τῷ παθητ., Ἀρέσας ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 856.

Greek Monolingual

Α
αναμιγνύω εκ παραλλήλου, αναμιγνύω μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατακεράννυμι «αναμιγνύω»].

Greek Monolingual

Α
αναμιγνύω εκ παραλλήλου, αναμιγνύω μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατακεράννυμι «αναμιγνύω»].