συμπεριστρέφομαι

Revision as of 10:15, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

Pass., A revolve along with, τῷ οὐρανῷ, of the fixed stars, Arist. Mu.392a10, cf. Gem.5.62; τὸ πῦρ τῇ δίνῃ Plu.2.927c; of pain in colic, Gal.8.384.

Greek (Liddell-Scott)

συμπεριστρέφομαι: περιστρέφομαι ὁμοῦ μετά τινος, τῷ οὐρανῷ σ., ἐπὶ τῶν ἀπλανῶν ἀστέρων, Ἀριστ. π. Κόσμ. 2, 7· τὸ πῦρ τῇ δίνῃ Πλούτ. 2. 927D.

Greek Monolingual

ΝΜΑ περιστρέφω
περιστρέφομαι μαζί με άλλον («τῶν ἄστρων τὰ μὲν ἀπλανῆ τῷ σύμπαντι οὐρανῷ συμπεριστρέφονται», Αριστοτ.).

Russian (Dvoretsky)

συμπεριστρέφομαι: вместе вращаться, кружиться: τῷ σύμπαντι οὐρανῷ σ. Arst. вращаться вместе со всем небесным сводом; τῇ δίνῃ σ. Plut. совершать вихревое движение.