συμπίλησις

Revision as of 10:20, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

εως, ἡ, A compression, Poll.7.171.

German (Pape)

[Seite 987] ἡ, das Verfilzen, Poll. 7, 171.

Greek (Liddell-Scott)

συμπίλησις: ἡ, συμπίεσις, σύνθλιψις, τῆς ὑγρότητος Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 4, 12, πρβλ. Πολυδ. Ϛϳ, 171. ― συμπίλημα, τό, Boisson. Ἀνέκδ. 2. 416. ― συμπιλητικός, ή, όν, ἐπιτήδειος εἰς σύνθλιψιν ἢ κλείσιμον, τῶν πόρων Τίμ. Λοκρ. 100Ε.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
resserrement, condensation.
Étymologie: συμπιλέω.

Russian (Dvoretsky)

συμπίλησις: εως (πῑ) ἡ уплотнение, сгущение Arst., Plut.