συναιγλία
English (LSJ)
A v. συναικλία. συναΐδιος· συνυπάρχων, Hsch.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(λακων. τ.) βλ. συναικλία.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(λακων. τ.) βλ. συναικλία.
A v. συναικλία. συναΐδιος· συνυπάρχων, Hsch.
ἡ, Α
(λακων. τ.) βλ. συναικλία.
ἡ, Α
(λακων. τ.) βλ. συναικλία.