συναιγλία

Revision as of 10:25, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A v. συναικλία. συναΐδιος· συνυπάρχων, Hsch.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(λακων. τ.) βλ. συναικλία.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(λακων. τ.) βλ. συναικλία.