συνεπικελεύω

Revision as of 10:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A encourage by consent, PLond.3.1204.17 (ii B.C.), PStrassb.84.19 (ii B.C.), PGrenf.2.26.24 (ii B.C.).

Greek Monolingual

Α
ενθαρρύνω με προτροπές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπικελεύω «παροτρύνω, ενθαρρύνω, προτρέπω»].

Greek Monolingual

Α
ενθαρρύνω με προτροπές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπικελεύω «παροτρύνω, ενθαρρύνω, προτρέπω»].