A v. ἔχω.
σχέο: ἴδε ἔχω.
2ᵉ sg. impér. ao.2 Moy. poét. de ἔχω.
see ἔχω.
σχέο: Επικ. αντί σχοῦ, προστ. Μέσ. αορ. βʹ του ἔχω.
σχέο: эп. imper. к σχεῖν.
σχέο ep. imperat. them. aor. 2 sing. van ἔχω.