συσχημάτισις
English (LSJ)
εως, ἡ, A similar situation, τῶν ἀστέρων Sch.Ptol.Tetr.15, 18.
Greek Monolingual
-ίσεως, ἡ, Α συσχηματίζω
συσχηματισμός.
εως, ἡ, A similar situation, τῶν ἀστέρων Sch.Ptol.Tetr.15, 18.
-ίσεως, ἡ, Α συσχηματίζω
συσχηματισμός.