τρύφακτος

Revision as of 13:30, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A v. δρύφακτος.

Greek Monolingual

-ον, Α
δρύφακτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δρύφακτος με προληπτική αφομοίωση του -δ- σε -τ-].