τροχηλασία

Revision as of 13:40, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A locomotion, metaph. of the mutability of human life, Hp.Ep.17.

Greek (Liddell-Scott)

τροχηλᾰσία: ἡ, τὸ τροχηλατεῖν, ἡ τῶν τροχῶν περιφορά, ἁρματηλασία, Ἱππ. 1283. 14.

Greek Monolingual

ἡ, Α τροχήλατης
1. η ενέργεια του τροχηλατῶ, οδήγηση άρματος, αρματηλασία
2. μτφ. το ευμετάβλητο της ανθρώπινης ζωής.