φαρμάκευσις

Revision as of 13:50, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

εως, ἡ, A = φαρμακεία, in pl., Hp.Prorrh. 2.4, Pl.Lg.845d.

German (Pape)

[Seite 1256] ἡ, = φαρμακεία, Plat. Legg. VIII, 845 d, im plur.

Greek (Liddell-Scott)

φαρμάκευσις: -εως, ἡ, = φαρμακεία, Ἱππ. Προρρ. 87, Πλάτ. Νόμ. 845D.

Greek Monolingual

-εύσεως, ἡ, Α φαρμακεύω
παροχή φαρμάκου, φαρμακεία.

Russian (Dvoretsky)

φαρμάκευσις: εως ἡ Plat. = φαρμακεία 2 и 3.