φθάζω

Revision as of 13:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A = φθάνω, Sch.A.R.2.1219.

Greek Monolingual

ΜΑ
φθάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ρ. φθάνω σχηματισμένος από τον μέλλ. φθάσω].