φοιβητεύω

Revision as of 14:20, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A to be a prophet, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1295] ein φοιβητής sein, prophezeien, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

φοιβητεύω: εἶμαι φοιβητής, «φοιβητεύειν· χρησμῳδεῖν» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α φοιβητός
(κατά τον Ησύχ.) είμαι προφήτης.