χήρειος

Revision as of 15:14, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

α, ον, A widowed, λέκτρα AP9.192 (Antiphil.): Ion. χηρήϊος, οἶκος Antim.99.

German (Pape)

[Seite 1354] verwittwe't, verwais't, χήρεια λέκ τ ρα Antiphil. 11 (IX, 192).

Greek (Liddell-Scott)

χήρειος: -α, -ον, χηρευμένος, ὠρφανισμένος, Ἀνθ. Παλατ. 9. 192· -Ἰων. χηρήιος, «χηρήϊον οἶκον· παρ’ Ἀντιμάχῳ (Ἀποσπ. 95) τὸν ἄτεκνον» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de veuf, de veuve.
Étymologie: χῆρος.

Greek Monolingual

-εία, -ον, και επικ. τ. χηρήιος, -ΐα, -ον, Α χήρα
αυτός που χηρεύει («λέκτροις χηρείοις», Ανθ. Παλ.).

Greek Monotonic

χήρειος: -α, -ον (χήρα), χηρευμένος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

χήρειος: овдовевший, осиротевший (λέκτρα Anth.).

Middle Liddell

χήρειος, η, ον χήρα
widowed, Anth.