χηνιδεύς

Revision as of 15:30, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

έως, ὁ, A gosling, Ael.NA7.47, Eust.753.56.

German (Pape)

[Seite 1353] έως, ὁ, die junge Gans, Ael. H. A. 7, 47.

Greek (Liddell-Scott)

χηνῐδεύς: έως, ὁ, (χὴν) μικρὸς χήν, «χηνίτσα», Αἰλ. π. Ζ. 7. 47, πρβλ. Εὐστ. 753. 55.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
oison.
Étymologie: χήν.

Greek Monolingual

-έως, και χηνιδής, -οῡς, ὁ, Α
χηνάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χήν, χηνός + επίθημα -ιδεύς, το οποίο απαντά σε ον. νεογνών ζώων (πρβλ. ἀετ-ιδεύς)].