χορτοφόρος

Revision as of 15:40, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A carrying fodder, Str.15.1.42; χ. ἅμαξα Polyaen.3.15. II producing grass, PSI6.579.6 (iii B. C.), Gp.3.11.7.

German (Pape)

[Seite 1367] Gras, Heu, Futter tragend, hervorbringend, – herbeischaffend, zuführend, ἅμαξα Polyaen. 4, 15; Strabo.

Greek (Liddell-Scott)

χορτοφόρος: -ον, ὁ φέρων, μεταφέρων χόρτον, Στράβ. 705· χ. ἅμαξα Πολύαινος 3. 15.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(για έκταση γης) αυτός που παράγει χόρτο («χωρία χορτοφόρα», Γεωπ.)
αρχ.
αυτός που μεταφέρει χόρτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + -φόρος].