χραντός

Revision as of 15:40, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ή, όν, (χραίνω) A stained, defiled, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1368] adj. verb. von χραίνω, auf der Oberstäche berührt, bestrichen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χραντός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ χραίνω, κεκηλιδωμένος, μεμολυσμένος, Γλωσσ., πρβλ. ἄχραντος.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ χραίνω
μολυσμένος.