χρυσεοφεγγής
English (LSJ)
ές, A with golden lustre, Id.Fr.236.4.
German (Pape)
[Seite 1380] ές, mit goldenem Scheine, Orph. frg. 7, 28.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσεοφεγγής: -ές, ὁ ἔχων χρυσῆν λάμψιν, Ὀρφ. Ἀποσπ. 7. 28.
Greek Monolingual
-ές, Α
(ποιητ. τ.) βλ. χρυσοφεγγής.