χωστέον
English (LSJ)
A one must fill up, τὴν φάραγγα Arr.An.4.21.2; one must pile up, λουτῆρα Gp.14.6.4.
Greek (Liddell-Scott)
χωστέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ γεμίσῃ διὰ χώματος, νὰ πληρώσῃ, τὴν φάραγγα Ἀρρ. Ἀνάβ., 4. 21, 2·
A one must fill up, τὴν φάραγγα Arr.An.4.21.2; one must pile up, λουτῆρα Gp.14.6.4.
χωστέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ γεμίσῃ διὰ χώματος, νὰ πληρώσῃ, τὴν φάραγγα Ἀρρ. Ἀνάβ., 4. 21, 2·