χωρητέον
English (LSJ)
A one must go on, proceed, D.H.1.56, Herod.Med. in Rh.Mus.58.106, Iamb. in Nic.p.35 P.: pl., ὅπῃ αὐτοῖς χωρητέα εἴη Procop.Vand.1.19.
Greek (Liddell-Scott)
χωρητέον: ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ χωρῶ, δεῖ χωρεῖν, πρέπει τις νὰ προβῇ, νὰ προχωρήσῃ, Διον. Ἁλ. 1. 56.