ψηφιστής
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A calculator, Cat. Cod.Astr.2.178 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1397] ὁ, der Rechner (?).
Greek (Liddell-Scott)
ψηφιστής: -οῦ, ὁ, λογιστής, Σωζομ. Ἐκκλ. Ἱστ. 4, 27.
οῦ, ὁ, A calculator, Cat. Cod.Astr.2.178 (pl.).
[Seite 1397] ὁ, der Rechner (?).
ψηφιστής: -οῦ, ὁ, λογιστής, Σωζομ. Ἐκκλ. Ἱστ. 4, 27.