ἀγροκόμος
English (LSJ)
ὁ, A land-steward, J.AJ5.9.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγροκόμος: ὁ, ἐπιστάτης ἀγροῦ, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰουδ. 5. 9, 2.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ administrador rural I.AI 5.324.
ὁ, A land-steward, J.AJ5.9.2.
ἀγροκόμος: ὁ, ἐπιστάτης ἀγροῦ, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰουδ. 5. 9, 2.
-ου, ὁ administrador rural I.AI 5.324.