ἀκονητός
English (LSJ)
ή, όν, A = θηκτός, Sch.Opp.H.2.354.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
afilado, aguzadoglos. a θηκτός Sch.Opp.H.2.354, glos. a θηγός Hsch.
ή, όν, A = θηκτός, Sch.Opp.H.2.354.
-ή, -όν
afilado, aguzadoglos. a θηκτός Sch.Opp.H.2.354, glos. a θηγός Hsch.