ἀκρογένειος

Revision as of 17:05, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A with prominent chin, Arist.Phgn.812b24.

German (Pape)

[Seite 83] mit spitzem Kinne, Arist. Physiogn. 5 p. 812, 24.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρογένειος: -ον, ὁ ἔχων τὸ γένειον, δηλ. τὸ «πηγοῦνι», προτεταμένον ἢ ὀξύ, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 40.

Spanish (DGE)

-ον con prognatismo Arist.Phgn.812b24.

Greek Monolingual

ἀκρογένειος, -ον (Α)
αυτός που έχει προτεταμένο ή οξύ πιγούνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + γένειον «πιγούνι»].

Russian (Dvoretsky)

ἀκρογένειος: с выдающимся вперед или острым подбородком Arst.