ἀμετάτροπος
English (LSJ)
ον, A = ἀμετάτρεπτος, Orph.H.59.17; δόγμα Μοιρῶν IG12(7).393 (Amorgos).
German (Pape)
[Seite 123] dasselbe, Orph. H. 58, 17.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμετάτροπος: -ον, = ἀμετάτρεπτος, Ὀρφ. Ὕμν. 59 (58). 17
Spanish (DGE)
-ον
inmutable, inmodificable Τύχης ... ἀ. δῶρα IG 12(5).302.7 (Paros I/II a.C.), τῶν Μοιρῶν ... ἀ. δόγματα IG 12(7).393 (Amorgos), Μοῖραι Orph.H.59.17, νήματα Μοίρης Nonn.D.38.218, χάρμα ... ἀ. alegría duradera Nonn.Par.Eu.Io.16.22.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμετάτροπος, -ον)
ο αμετάτρεπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + μετατρέπω.
ΠΑΡ. μσν. ἀμετατροπία.