ἀμφηγερέθομαι

Revision as of 17:31, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

Ep. A = ἀμφαγείρομαι, ἀμφὶ δ' . . ἠγερέθοντο Od.17.34.

German (Pape)

[Seite 134] Hom. Od. 17, 33 ἀμφὶ δ' ἄρ' ἄλλαι δμωαὶ Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος ἠγερέθοντο, sie sammelten sich herum.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφηγερέθομαι: Ἐπ., ἀντὶ ἀμφαγείρομαι, ἀμφὶ δ’ ἠγερέθοντο Ὀδ. Ρ. 34.

Spanish (DGE)

reunirse alrededor de c. ac. αὐτὸν δ' ἀμφὶ γέροντες Ἀχαιῶν ἠγερέθοντο Il.19.303
abs. ἀμφὶ δ' ἄρ' ἄλλαι δμῳαὶ ... ἠγερέθοντο Od.17.34.

Greek Monotonic

ἀμφηγερέθομαι: Επικ. αντί ἀμφαγείρομαι, σε Ομήρ. Οδ.