τό, A necklace, Lib.Decl.46.17, Hsch.: pl. ἀμφιδέρρεα, AB388.
ἀμφιδέραιον: τό, περιδέραιον, «ψέλλιον» Ἡσύχ.
-ου, τό• Morfología: [plu. ἀμφιδέρρεα AB 202, 388]collar Lib.Decl.46.17, AB 202, ἀμφιδέραια · ψέλια Hsch., cf. AB 388.