ἀνάσωσμα
English (LSJ)
ατος, τό, A preservation, Tz. ad Lyc.1297.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάσωσμα: τό, ἀντιτιμώρημα, Τζέτζ. Λυκόφρ. 1297
Spanish (DGE)
-ματος, τό preservación Tz.ad Lyc.1297.
ατος, τό, A preservation, Tz. ad Lyc.1297.
ἀνάσωσμα: τό, ἀντιτιμώρημα, Τζέτζ. Λυκόφρ. 1297
-ματος, τό preservación Tz.ad Lyc.1297.