ἀναζωγράφημα

Revision as of 18:15, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ατος, τό, A memory-image, Peripatetic word, Alex.Aphr. de An.60.6, al.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
representación mental Alex.Aphr.de An.68.6.

Greek Monolingual

ἀναζωγράφημα (-ατος), το (Α) ἀναζωγραφῶ
μνημονική εικόνα, εικόνα που σχηματίζεται στο μυαλό.