ἀνδροθνής

Revision as of 18:40, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ῆτος, ὁ, ἡ, A murderous, φθοραί A.Ag.814.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδροθνής: ῆτος, ὁ, ἡ, (θνήσκω) φονικός, ἀνδροθνῆτας Ἰλίου φθορὰς (κατὰ Βλωμφίλδ. ἀνδροκμῆτας) Αἰσχύλ. Ἀγ. 814.

French (Bailly abrégé)

ῆτος (ὁ, ἡ)
c. ἀνδροδάϊκτος.
Étymologie: ἀνήρ, θνῄσκω.

Spanish (DGE)

-ῆτος homicida ψῆφοι A.A.814.

Greek Monolingual

ἀνδροθνής, ο, η (Α)
φονικός, ολέθριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + -θνής, από θ. θνᾶ- του θνήσκω.

Greek Monotonic

ἀνδροθνής: -ῆτος, ὁ, ἡ (ἀνήρ, θνήσκω), φονικός, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνδροθνής: ῆτος adj. Aesch. = ἀνδροδάϊκτος.

Middle Liddell

ἀνήρ, θνήσκω
murderous, Aesch.