ἀνεπίδηλος
English (LSJ)
ον, A not manifest or observable, Ptol.Harm.1.4.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπίδηλος: -ον, ὁ μὴ ἐπίδηλος, ὁ μὴ φανερός, ἀπαρατήρητος, Πτολ. Μουσ. 1. 4.
Spanish (DGE)
-ον no observable τόποι Ptol.Harm.10.6.
ον, A not manifest or observable, Ptol.Harm.1.4.
ἀνεπίδηλος: -ον, ὁ μὴ ἐπίδηλος, ὁ μὴ φανερός, ἀπαρατήρητος, Πτολ. Μουσ. 1. 4.
-ον no observable τόποι Ptol.Harm.10.6.