ἀντίβλημα

Revision as of 19:10, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ατος, τό, A stone inserted in vacant space in masonry, POxy.498.16(ii A.D.).

Spanish (DGE)

-ματος, τό
arq. piedra de revestimiento, POxy.498.16 (II d.C.).

Greek Monolingual

ἀντίβλημα, το (Α)
μικρή πέτρα τοποθετημένη στο κενό που αφήνουν οι πέτρες ενός τοίχου.