ἀντευεργέτημα

Revision as of 19:20, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ατος, τό, A kindness returned, Hsch. s.v. ἀνθυπούργησον.

German (Pape)

[Seite 247] τό. erwiderte Wohlthat, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντευεργέτημα: τό, ἀνταπόδοσις εὐεργεσίας, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἀνθυπούργησις.

Spanish (DGE)

-ματος, τό

• Grafía: graf. -γεμητα PLit.Lond.138.8.40 (I d.C.)
favor devuelto τοσοῦτον ἀπέσχηκας τοῦ πρότερον ὑποθεῖναι τὸ ἀντευεργέτημα PLit.Lond.l.c., Hsch.s.u. ἀνθυπούργησιν.