ἀπεκδίδωμι

Revision as of 20:00, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A relet (after cancelling a contract), CIG2266 (Delos); simply, contract for, στήλην Michel468.72 (Iasus); ὅπως στήλη κατασκευασθῇ ib.481.31 (Priene).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπεκδίδωμι: δίδω εἰς ἄλλον, ἐκμισθῶ, ἐξέστω τοῖς ἐπιστάταις καὶ ἀπεκδοῦναι τὰ κατά [λειφθέντα(;)] Ἐπιγραφ. Δήλου, Συλλ. Ἐπιγρ. 2266: ἐν ἐπιγρ. Πριήνης (Βρετ. Μουσ. 41531) ἐκφέρεται διὰ τοῦ γ: ἀπεγδοῦναι = ἐκδοῦναι.

Spanish (DGE)

• Grafía: graf. ἀπεγ- en pap.
1 dar en matrimoniode Sara (γυναῖκα) ἑπτὰ ἀνδράσιν LXX To.3.8S.
2 contratar c. ac. de pers. τὸν νεωποίην ... ἀπεγδοῦναι ὅπως στήλη ... κατασκευασθῇ IPr.18.32 (III a.C.)
c. ac. y dat. ἐρίων μν(ᾶς) κε καὶ ἀπέγδος Ἀρτεμιδώρῳ ἵνα κατασκευάσῃ PCair.Zen.241.2 (III a.C.).
3 dar en contrata c. ac. de una obra τὴν διώρυγα PCair.Zen.220.2 (III a.C.), ἀπεκδοῦναι τὰ καταλειφθέντα τῶν ἔργων ID 502A.4 (III a.C.), en v. pas. PCair.Zen.68.3 (III a.C.)
dar en alquiler αἶγες ... ἃς σὺ ἀπεξέδωκας PMich.Zen.67.17 (III a.C.).