ἀποκύπτω

Revision as of 20:30, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A stoop away from the wind, Ar.Lys.1003, in pf. ἀποκέκῡφα, but Reiske ἐπικεκύφαμες (prob.l.).

German (Pape)

[Seite 310] sich vorn überbücken, perf. ἀποκέκυφα Ar. Lys. 1003 mit Präsensbdtg.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκύπτω: μέλλ. -ψω, κύπτω πρὸς τὰ ἐμπρός, ἂν γὰρ τὰν πολιν ᾇπερ λυχνοφορίοντες ἀποκεκύφαμες Ἀριστοφ. Λυσ. 1003, ἀλλὰ κατὰ Ρεΐσκιον ἐπικεκύφαμες.

Russian (Dvoretsky)

ἀποκύπτω: нагибаться, наклоняться Arph.