ἀπόφθαρμα
English (LSJ)
ατος, τό, A abortion, Hp.Epid.2.2.13, 5.53.
German (Pape)
[Seite 334] τό, Abtreibungsmittel, auch die Fehlgeburt selbst, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόφθαρμα: -ατος, τὸ, μέσον πρὸς καταστροφὴν τοῦ ἐμβρύου μέσον πρὸς ἔκτρωσιν, ἔκτρωσις, ἐξάμβλωσις, ἀποβολὴ, Ἱππ. 1013 Ε κ.τ.λ.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 abortivo Hp.Epid.5.53, 7.74.
2 aborto Hp.Epid.2.2.13.